- Βαβυλώνιος
- вавилонянин
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Βαβυλώνιος — Babylon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβυλώνιος — α, ο (AM βαβυλώνιος, ία, ιον) 1. ο βαβυλωνιακός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Βαβυλώνας ή της Βαβυλωνίας 3. φρ. α) «βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» η περίοδος κατά την οποία οι Ισραηλίτες έμειναν εξόριστοι στη Βαβυλώνα (606 538 π.Χ.) β) «βαβυλώνια αἰχμαλωσία… … Dictionary of Greek
βαβυλώνιος — α, ο 1. ο κάτοικος της Βαβυλώνας. 2. ο βαβυλωνιακός: Οι «Βαβυλώνιοι Πίνακες» βρέθηκαν στη Βαβυλώνα από το Μέγα Αλέξανδρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαβυλώνιον — Βαβυλώνιος Babylon masc acc sg Βαβυλώνιος Babylon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίαις — Βαβυλώνιος Babylon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίη — Βαβυλώνιος Babylon fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίην — Βαβυλώνιος Babylon fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίης — Βαβυλώνιος Babylon fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίου — Βαβυλώνιος Babylon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίῃ — Βαβυλώνιος Babylon fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαβυλωνίῳ — Βαβυλώνιος Babylon masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)